Tuesday, September 26, 2006
Sunday, September 24, 2006
Les feuilles mortes

Les feuilles mortes
Oh ! je voudrais tant que tu te souviennes
Des jours heureux où nous étions amis.
En ce temps-là la vie était plus belle,
Et le soleil plus brûlant qu'aujourd'hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle.
Tu vois, je n'ai pas oublié...
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi
Et le vent du nord les emporte
Dans la nuit froide de l'oubli.
Tu vois, je n'ai pas oublié
La chanson que tu me chantais.
C'est une chanson qui nous ressemble.
Toi, tu m'aimais et je t'aimais
Et nous vivions tous deux ensemble,
Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais.
Mais la vie sépare ceux qui s'aiment,
Tout doucement, sans faire de bruit
Et la mer efface sur le sable
Les pas des amants désunis.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi
Mais mon amour silencieux et fidèle
Sourit toujours et remercie la vie.
Je t'aimais tant, tu étais si jolie.
Comment veux-tu que je t'oublie ?
En ce temps-là, la vie était plus belle
Et le soleil plus brûlant qu'aujourd'hui.
Tu étais ma plus douce amie
Mais je n'ai que faire des regrets
Et la chanson que tu chantais,
Toujours, toujours je l'entendrai !
Paroles: Jacques Prévert
Musique: Joseph Kosma
Interprète:Yves Montand
Thursday, September 21, 2006
Sunday, September 17, 2006
Friday, September 15, 2006
Wednesday, September 13, 2006
Saturday, September 09, 2006
Friday, September 08, 2006
Tuesday, September 05, 2006
goodbye my lovers
ΟΤΑΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΑ
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.
Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε
Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα
Κάρφωναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Όταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα που να στοιβαχτούνε γεγονότα
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαϊου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές, με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν την βλέπει
Και δεν την υποψιάζεται ακόμη
Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και τα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στα άδεια πάρκα, στα μουσεία
Μέσα στα σπουδαστήρια και τα μαγαζιά
Αλλάζει τη σύνθεση της ατμόσφαιρας
Τη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Τον χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Έχει στηθεί η σκηνή μα δεν φωτίζουν οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είναι εδώ – αντάξια του δράματος
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
Ο άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Τα κουδουνάκια του τρελλού, κάθε κατώτερη ράτσα
Άρχοντες και πληβείοι και αυτοτιμωρούμενοι.
Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση μιας νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια το σάπιο μήλο
Να επιστρέψουν τα άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες.
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
9η Θερμιδώρ 1955
Manolis Anagnwstakis
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες.
Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε
Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα
Κάρφωναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Όταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα που να στοιβαχτούνε γεγονότα
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαϊου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές, με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν την βλέπει
Και δεν την υποψιάζεται ακόμη
Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και τα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στα άδεια πάρκα, στα μουσεία
Μέσα στα σπουδαστήρια και τα μαγαζιά
Αλλάζει τη σύνθεση της ατμόσφαιρας
Τη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Τον χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Έχει στηθεί η σκηνή μα δεν φωτίζουν οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είναι εδώ – αντάξια του δράματος
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
Ο άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Τα κουδουνάκια του τρελλού, κάθε κατώτερη ράτσα
Άρχοντες και πληβείοι και αυτοτιμωρούμενοι.
Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση μιας νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια το σάπιο μήλο
Να επιστρέψουν τα άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες.
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
9η Θερμιδώρ 1955
Manolis Anagnwstakis